- ρύτωρ
- (I)-ορος, ὁ, Α1. (κυρίως ως προσωνυμία τού Απόλλωνος) αυτός που έλκει ή τεντώνει κάτι («χρυσέων ῥύτωρ τόξων», Αισχύλ.)2. φρ. «ῥύτωρ τόξου» — ο αστερισμός τού τοξότη.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ῥῡ- τού ἐρύω (Ι) «τραβώ, σύρω» + επίθημα -τωρ (πρβλ. μηνύ-τωρ, φυλάκ-τωρ)].————————(II)-ορος, ὁ, Α1. σωτήρας, λυτρωτής2. προστάτης, φύλακας («ῥύτωρ λιμοῡ καὶ θανάτου», Ανθ. Παλ.)3. (η αιτ. πληθ.) ῥύτορας(κατά τον Ησύχ.) «τοὺς θαλλοὺς τοὺς καθαρτηρίους».[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ῥῡ- τού ἐρυω (ΙΙ) «προστατεύω» + επίθημ. -τωρ (πρβλ. πράκ-τωρ)].
Dictionary of Greek. 2013.